- εμφέρβομαι
- ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)βόσκω μέσα σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνιφέρβεται — ἐμφέρβομαι feed in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιφέρβομαι — ἐνιφέρβομαι (Α) επικ. τ. τού εμφέρβομαι* … Dictionary of Greek